λουσθαι

λουσθαι
    λοῦσθαι
    inf. pass. к λούω См. λουω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "λουσθαι" в других словарях:

  • λοῦσθαι — λόω lǎvo pres inf mp λούω lǎvo pres inf mp (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ …   Dictionary of Greek

  • χιλοῦσθαι — χῑλοῦσθαι , χιλόω pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλοῦσθαι — ψῑλοῦσθαι , ψιλόω strip bare pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλοῦσθαι — ἀνᾱλοῦσθαι , ἀναλίσκω use up pres inf mp ἀναλόω use up pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποψιλοῦσθαι — ἀποψιλόω strip off hair pres inf mp ἀποψῑλοῦσθαι , ἀποψιλόω strip off hair pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαναλοῦσθαι — ἐξανᾱλοῦσθαι , ἐξαναλίσκω spend entirely pres inf mp ἐξαναλόω pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»